-ηδόν

-ηδόν
πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με -η- μορφή τού επιθήματος -δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε -η-: αγελη-δόν > αγελ-ηδόν. Τόσο το επίθημα -δόν (πρβλ. αναφανδόν) όσο και το -ηδόν δηλώνουν τρόπο και χρησιμοποιούνται προς σχηματισμό επιρρημάτων είτε από άλλα επιρρήματα (πρβλ. κρυφηδόν) είτε από ονόματα (πρβλ. κλαγγηδόν, πυργηδόν).Παράγωγα τής ελληνικής σε -ηδόν: αγεληδόν, αστραπηδόν, βαθμηδόν, βουστροφηδόν, κλιμακηδόν, κρουνηδόν, ποταμηδόν, ριζηδόν, στιχηδόν, σωρηδόν, φαλαγγηδόν
αρχ.
αιετηδόν, αιφνηδόν, ακτινηδόν, αλυσηδόν, αλφιτηδόν, αμοιβηδόν, αμυχηδόν, αρπαγηδόν, αρουρηδόν, αυτοχθηδόν, βασανηδόν, βοηδόν, βομβηδόν, βοστρυχηδόν, βρυχηδόν, βωληδόν, γνωμηδόν, δονακηδόν, εθελοντηδόν, εθνηδόν, ειληδόν, εκοντηδόν, ελικηδόν, ελκηδόν, εξαρτηδόν, επαναβληδόν, ζυγηδόν, ζωηδόν, ηβηδόν, θυσανηδόν, ιππηδόν, καματηδόν, καναχηδόν, καυληδόν, κεφαληδόν, κιονηδόν, κλαγγηδόν, κοναβηδόν, κορμηδόν, κοσκινηδόν, κοφινηδόν, κρεουργηδόν, κρυφηδόν, κτηνηδόν, κυκληδόν, κυνηδόν, λαθρηδόν, λεοντηδόν, λυκηδόν, λυσσηδόν, μανδακηδόν, μεληδόν, μετρηδόν, μετωπηδόν, μιτρηδόν, μολπηδόν, μοσχηδόν, μυκηδόν, νεκυηδόν, νεφεληδόν, οιακηδόν, οιστρηδόν, ομιληδόν, ορμηδόν, ορχηδόν, οφθαλμηδόν, παλιμπρυμνηδόν, παλιμπυγηδόν, παναβηδόν, πανσπερμηδόν, πετρηδόν, πινακηδόν, πορπηδόν, πυγηδόν, πυργηδόν, ραφανηδόν, ροιβδηδόν, ροιζηδόν, ρομβηδόν, ρυμηδόν, σκεπαρνηδόν, σμηνηδόν, σπειρηδόν, στελεχηδόν, στεφανηδόν, στιβαρηδόν, στιλβηδόν, στοιβηδόν, στοιχηδόν, συνοχηδόν, σφαιρηδόν, σφενδονηδόν, σφυρηδόν, σχιδακηδόν, ταυρηδόν, τετραποδηδόν, υποβληδόν, υπονομηδόν, φιλονικηδόν, φορηδόν, φορμηδόν, χαλαζηδόν, ψαμαθηδόν, ψιαθηδόν
νεοελλ.
βροχηδόν, κλοτσηδόν, πρηνηδόν, σαρδεληδόν, τεμαχηδόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἦδον — ἔδω eat imperf ind act 3rd pl (epic) ἔδω eat imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾖδον — ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • θυσανηδόν — (Α) επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καματηδόν — καματηδὸν (Μ) επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, στιχ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαληδόν — (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, κλιμακ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κιονηδόν — (Α) επίρρ. 1. σαν κίονας* 2. φρ. «γράφω κιονηδόν» γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ ηδόν, κλιμακ ηδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”